-
1 ἐφ-ευρίσκω
ἐφ-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), 1) dabei finden, antreffen; δαινυμένους δ' ἄρα πάντας ἐφεύρομεν Od. 10, 452, wie Il. 2, 198; καὶ τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν Od. 24, 145, wir ertappten sie dabei; ὃ ἐφεύρηκ' ἐνϑάδ' ἐκβεβλημένον Soph. O. C. 1259; ἐφεῦρέ σ' ἄκονϑ' ὁ πάνϑ' ὁρῶν χρόνος O. R. 1213, dich hat entdeckt, vgl. El. 1082; οἳ πολλάκις μ' ἐφεῠρον σῶμα κλέπτουσαν Eur. Tr. 957; ὅσους κακοὺς ἐφεῠρον Herc. Fur. 569; vgl. Plat. Polit. 307 c; pass., ἐφεύρημαι κακός, ich bin schlecht erfunden worden, Soph. O. R. 1421, wie δρῶν δ' ἐφευρίσκει κακά, es zeigt sich, daß du schlecht handelst, O. C. 942; μὴ 'φευρεϑῇς ἄνους Ant. 281; ἐφευρέϑης ἦσσον φρονοῦσα Eur. Ant. 312, wie Suppl. 319; μὴ οὕτω ἐπευρεϑῇ πρήσσων Her. 9, 109. – 2) dazu erfinden; οὔτε τιν' ἄλλην μῆτιν ἐφευρίσκω Od. 19, 158, wo jetzt ἔϑ' εὑρίσκω gelesen wird; χορδαῖς ἑπτὰ ταῖς ἀρχαίαις τέσσαρας χορδάς Paus. 3, 12, 10; Plut. Symp. 9, 3, 2; ὅσα δ' ἂν ἐφευρίσκῃ τὰ τέλη, so viel die Zölle noch außerdem einbringen, Xen. Vect. 4, 40; übh. erfinden, τέχνην Pind. P. 12, 7; σοφῶς δ' ἐφεῦρες ὥστε μὴ ϑανεῖν ποτε Eur. Alc. 699; ὀρχήσεις Luc. galt. 22. – Med. ὀρϑόβουλον μῆτιν ἐφευρόμενοι, die sich richtig rathenden Sinn gefunden haben, ihn besitzen, Pind. P. 4, 262.
-
2 ἐφευρίσκω
ἐφευρ-ίσκω, [dialect] Ion. [pref] ἐπ-, [tense] fut. ἐφευρήσω: [tense] aor. 2 ἐφηῦρον or ἐφεῦ-; [dialect] Aeol.Aἐπεύρ[οι] Sapph.Supp.4.9
: [tense] pf. (lyr.), Euphro 1.17, etc.:— find or discover, find anywhere,εἴ που ἐφεύροι ἠῑόνας λιμένας τε Od.5.439
, cf. 417, Pl.Phdr. 266a: usu. c. part.,ὃν δ' αὐ.. βοόωντα ἐφεύροι Il.2.198
;δαινυμένους δ' εὐ πάντας ἐφεύρομεν Od.10.452
; τήν γ' ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν we discovered her undoing it, 24.145, cf. S.El. 1093 (lyr.), Pl.Plt. 307c; Κύπρι.. σε πικροτάταν ἐπεύροι prob. in Sapph. l.c.:—[voice] Pass.,μὴ ἐπευρεθῇ πρήσσων Hdt.9.109
;κλέπτων ὅταν τις.. ἐφευρεθῇ S.Fr. 930
; δρῶν ἐφευρίσκῃ ([ per.] 2sg.) Id.OC 928; ἐφηύρημαι κακός (sc. ὤν) Id.OT 1421, cf. Ant. 281;δειλὸς ὤν ἐφηυρέθης E.Supp. 319
.II find out, invent, of arts, [ τέχναν] Pi.P.12.7 ([voice] Med. μῆτιν -ευρομένοις ib.4.262);σοφῶς ἐφεῦρες ὥστε μὴ θανεῖν E.Alc. 699
.2 find out, discover,ἐφεῦρε δ' ἄστρων μέτρα καὶ περιστροφάς S.Fr.432.8
; χρόνου διατριβάς ib. 479, cf. Cratin. 140; ;ὁσίαν ἐπίνοιαν SIG799.5
(Cyzicus, i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφευρίσκω
См. также в других словарях:
κατεικάζω — (Α) 1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.) 2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.) 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω… … Dictionary of Greek